- ἐγχεσίχειρ
- ἐγχεσί-χειρ, χειρος, ὁ,A living by war, Orph.Fr.285.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγχεσίμαχος — ἀγχεσίμαχος, ον (Μ) πολεμικός, γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγχέμαχος, με επίδραση πιθανή τών συγγενών με α΄ συνθ. το ἔγχος, π.χ. ἐγχεσίμωρος, ἐγχεσίχειρ] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek